- τυρώνυμος
- -ον, Μ1. αυτός που έχει λάβει το όνομά του από τον τυρό2. φρ. «τυρώνυμον Σάββατον» — το Σάββατο τής τυρινής εβδομάδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού όνομα*), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. θηρι-ώνυμος).
Dictionary of Greek. 2013.